- ποδοστεμώδη
- τα, Νβοτ.τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων υδρόβιων φυτών τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών, με 45 γένη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. Podostemaceae < ποδοστήμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοστημονώδη — τα Ν βοτ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης φυτών ποδοστεμώδη … Dictionary of Greek